ερημώνομαι

ερημώνομαι
ερημώνομαι, ερημώθηκα, ερημωμένος βλ. πίν. 4
——————
Σημειώσεις:
ερημώνομαι : επειδή απαντάται το ερημώνω και με παθητική έννοια (το χειμώνα οι ακρογιαλιές ερημώνουν μένουν έρημες), η χρήση της παθητικής φωνής είναι περιορισμένη.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ερημώνω — και ερημώ (AM ἐρημῶ, όω) [έρημος] 1. κάνω κάτι έρημο 2. (γενικά) αρπάζω, καταστρέφω, ρημάζω, λεηλατώ 3. μένω έρημος νεοελλ. (αμτβ.) μένω έρημος, ερημώνομαι, αδειάζω («ερήμωσαν οι χώρες», Βαλαωρ.) μσν. αρχ. μέσ. ερημώνομαι στερούμαι αρχ. 1. αφήνω… …   Dictionary of Greek

  • αβατούμαι — ἀβατοῡμαι ( όομαι) (Α) [ἄβατος] ερημώνομαι …   Dictionary of Greek

  • αδειάζω — (Μ ἀδειάζω) έχω ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου, ευκαιρώ νεοελλ. 1. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι, εκκενώνω 2. αδειάζω από το περιεχόμενό μου, εκκενώνομαι 3. ερημώνομαι 4. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι μεταφέροντάς το αλλού 5. φρ. «άδειασέ μας… …   Dictionary of Greek

  • ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… …   Dictionary of Greek

  • αραχνιάζω — 1. γεμίζω αράχνες 2. μτφ. εγκαταλείπομαι, ερημώνομαι 3. (μτχ. παθ. πρκμ.) αραχνιασμένος, η, ο α) εγκαταλελειμμένος, έρημος 6) απαίσιος, εξαθλιωμένος γ) όμοιος με τον ιστό της αράχνης …   Dictionary of Greek

  • εξοικώ — (Α ἐξοικῶ, έω) [έξοικος] νεοελλ. (για χώρα) ερημώνομαι αρχ. 1. μεταναστεύω 2. παθ. κατοικούμαι σε όλη μου την έκταση …   Dictionary of Greek

  • ερημίζω — ἐρημίζω (Μ) [έρημος] 1. (μτβ.) καταστρέφω ολοκληρωτικά 2. (αμτβ.) (για σπίτι) γίνομαι έρημος, ερημώνομαι …   Dictionary of Greek

  • σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • συγχερσεύω — Α (για τόπο) γίνομαι ξηρός και άγονος, ερημώνομαι και αχρηστεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χερσεύω «γίνομαι άγονος και έρημος» (< χέρσος)] …   Dictionary of Greek

  • τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”